- αποσυρίζω
- ἀποσυρίζω (Α)1. σφυρίζω αμέριμνα2. (-ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποσυριεῖς — ἀποσυρίζω whistle aloud fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποσῡριεῖς , ἀποσυρίζω whistle aloud fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρίζων — ἀποσυρίζω whistle aloud pres part act masc nom sg ἀποσῡρίζων , ἀποσυρίζω whistle aloud pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσυρίζετο — ἀπεσῡρίζετο , ἀποσυρίζω whistle aloud imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρίττεσθαι — ἀποσῡρίττεσθαι , ἀποσυρίζω whistle aloud pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)